θρίαμβος

θρίαμβος
ο прям. , перен. триумф; торжество; победа;

θρίαμβος της δικαιοσύνης — торжество правосудия;

η αψίδα τού θριάμβου триумфальная арка;
κραυγή θριάμβου торжествующий крик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θρίαμβος" в других словарях:

  • θρίαμβος — hymn to Dionysus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίαμβος — I Δημόσια πανηγυρική τελετή που πραγματοποιούσαν οι νικητές στρατηγοί στην αρχαία Ρώμη. O θ. οργανωνόταν μόνο ύστερα από αίτηση του στρατηγού δικτάτορα, ύπατου, ανθύπατου ή πραίτορα και με άδεια της Συγκλήτου. Περιλάμβανε μια μεγάλη πομπή, η… …   Dictionary of Greek

  • θρίαμβος — ο 1. εορταστικές εκδηλώσεις στην αρχαία Ρώμη προς τιμή του νικητή στρατηγού: Τελώ θρίαμβο. 2. επιτυχία, λαμπρή νίκη: Θρίαμβος της αγάπης. – Θρίαμβος του στρατού μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θριάμβοις — θρίαμβος hymn to Dionysus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριάμβου — θρίαμβος hymn to Dionysus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριάμβους — θρίαμβος hymn to Dionysus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριάμβων — θρίαμβος hymn to Dionysus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριάμβῳ — θρίαμβος hymn to Dionysus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίαμβε — θρίαμβος hymn to Dionysus masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίαμβοι — θρίαμβος hymn to Dionysus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίαμβον — θρίαμβος hymn to Dionysus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»